- μαστοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει με μαστό: Μαστοειδής απόφυση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστοειδής — like a breast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… … Dictionary of Greek
μαστοειδής απόφυση — Απόφυση του κροταφικού οστού, σχήματος πυραμίδας, στην οποία προσφύονται οι μύες που στρέφουν το κεφάλι. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολυάριθμες μικρές κοιλότητες, οι μαστοειδείς κυψέλες, η ανάπτυξη των οποίων ποικίλλει στα διάφορα άτομα και… … Dictionary of Greek
μαστοειδῆ — μαστοειδής like a breast neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαστοειδής like a breast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μαστοειδής like a breast masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδεῖς — μαστοειδής like a breast masc/fem acc pl μαστοειδής like a breast masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδές — μαστοειδής like a breast masc/fem voc sg μαστοειδής like a breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδοῦς — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδέσι — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδέσιν — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστοειδῶν — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)